- κερκωπίζω
- κερκωπίζω (ΑΜ) [κέρκωψ]χλευάζω, κοροϊδεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερκωπίζειν — κερκωπίζω play the ape pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκωπίζοντες — κερκωπίζω play the ape pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek